αὔξησις
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | αὔξησις | αὐξήσει | αὐξήσεις |
Γενική | αὐξήσεως | αὐξησέοιν | αὐξήσεων |
Δοτική | αὐξήσει | αὐξησέοιν | αὐξήσεσι(ν) |
Αιτιατική | αὔξησιν | αὐξήσει | αὐξήσεις |
Κλητική | αὔξησι | αὐξήσει | αὐξήσεις |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αὔξησις θηλυκό
- η ανάπτυξη
- το μεγάλωμα