γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική αὔξων αὔξουσ τὸ αὖξον
      γενική τοῦ αὔξοντος τῆς αὐξούσης τοῦ αὔξοντος
      δοτική τῷ αὔξοντ τῇ αὐξούσ τῷ αὔξοντ
    αιτιατική τὸν αὔξοντ τὴν αὔξουσᾰν τὸ αὖξον
     κλητική ! αὔξων αὔξουσ αὖξον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ αὔξοντες αἱ αὔξουσαι τὰ αὔξοντ
      γενική τῶν αὐξόντων τῶν αὐξουσῶν τῶν αὐξόντων
      δοτική τοῖς αὔξουσῐ(ν) ταῖς αὐξούσαις τοῖς αὔξουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς αὔξοντᾰς τὰς αὐξούσᾱς τὰ αὔξοντ
     κλητική ! αὔξοντες αὔξουσαι αὔξοντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αὔξοντε τὼ αὐξούσ τὼ αὔξοντε
      γεν-δοτ τοῖν αὐξόντοιν τοῖν αὐξούσαιν τοῖν αὐξόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «λήγων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αὔξων, -ουσα, -ον