Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αὔξων
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
αὔξων
ἡ
αὔξουσ
ᾰ
τὸ
αὖξον
γενική
τοῦ
αὔξοντ
ος
τῆς
αὐξούσ
ης
τοῦ
αὔξοντ
ος
δοτική
τῷ
αὔξοντ
ῐ
τῇ
αὐξούσ
ῃ
τῷ
αὔξοντ
ῐ
αιτιατική
τὸν
αὔξοντ
ᾰ
τὴν
αὔξουσ
ᾰν
τὸ
αὖξον
κλητική
ὦ
!
αὔξων
αὔξουσ
ᾰ
αὖξον
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
αὔξοντ
ες
αἱ
αὔξουσ
αι
τὰ
αὔξοντ
ᾰ
γενική
τῶν
αὐξόντ
ων
τῶν
αὐξουσ
ῶν
τῶν
αὐξόντ
ων
δοτική
τοῖς
αὔξου
σῐ
(
ν
)
ταῖς
αὐξούσ
αις
τοῖς
αὔξου
σῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
αὔξοντ
ᾰς
τὰς
αὐξούσ
ᾱς
τὰ
αὔξοντ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
αὔξοντ
ες
αὔξουσ
αι
αὔξοντ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
αὔξοντ
ε
τὼ
αὐξούσ
ᾱ
τὼ
αὔξοντ
ε
γεν-δοτ
τοῖν
αὐξόντ
οιν
τοῖν
αὐξούσ
αιν
τοῖν
αὐξόντ
οιν
3η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λύων'
όπως «
λήγων
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αὔξων, -ουσα, -ον
μετοχή
ενεργητικού
ενεστώτα
του ρήματος
αὔξω