αὔξη
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | αὔξη | αἱ | αὖξαι |
γενική | τῆς | αὔξης | τῶν | αὐξῶν |
δοτική | τῇ | αὔξῃ | ταῖς | αὔξαις |
αιτιατική | τὴν | αὔξην | τὰς | αὔξᾱς |
κλητική ὦ! | αὔξη | αὖξαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὔξᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αὔξαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αὔξη, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- η ανάπτυξη, το μεγάλωμα
- → χρειάζεται παράθεμα με πληθυντικό
- άλλες μορφές: αὖξις, αὔξησις
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη αὔξω
Πηγές επεξεργασία
- αὔξη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὔξη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.