γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική αὐξητικός αὐξητική τὸ αὐξητικόν
      γενική τοῦ αὐξητικοῦ τῆς αὐξητικῆς τοῦ αὐξητικοῦ
      δοτική τῷ αὐξητικ τῇ αὐξητικ τῷ αὐξητικ
    αιτιατική τὸν αὐξητικόν τὴν αὐξητικήν τὸ αὐξητικόν
     κλητική ! αὐξητικέ αὐξητική αὐξητικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ αὐξητικοί αἱ αὐξητικαί τὰ αὐξητικᾰ́
      γενική τῶν αὐξητικῶν τῶν αὐξητικῶν τῶν αὐξητικῶν
      δοτική τοῖς αὐξητικοῖς ταῖς αὐξητικαῖς τοῖς αὐξητικοῖς
    αιτιατική τοὺς αὐξητικούς τὰς αὐξητικᾱ́ς τὰ αὐξητικᾰ́
     κλητική ! αὐξητικοί αὐξητικαί αὐξητικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αὐξητικώ τὼ αὐξητικᾱ́ τὼ αὐξητικώ
      γεν-δοτ τοῖν αὐξητικοῖν τοῖν αὐξητικαῖν τοῖν αὐξητικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐξητικός < αὔξω και αὐξάνω

  Επίθετο

επεξεργασία

αὐξητικός,ή,όν

  • που προάγει την ανάπτυξη, το μεγάλωμα, εκείνος που αυξάνει


Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία