αὐξάνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | αὐξάνω, αὔξω | αὐξάνομαι, αὔξομαι |
Παρατατικός | ηὔξον | ηὐξόμην, ηὐξανόμην |
Μέλλοντας | αὐξήσω, αὐξανῶ | αὐξήσομαι & αὐξηθήσομαι |
Αόριστος | ηὔξησα | - & ηὐξήθην και ηὐθύνθην |
Παρακείμενος | ηὔξηκα | ηὔξημαι |
Υπερσυντέλικος | ηὐξήμην | |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αὐξάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂uegs-[1] < *h₂ueg-[1] (αυξάνω). Συγγενές με: (λατινικά) augeo και (αγγλικά) wax
Ρήμα
επεξεργασίααὐξάνω
- καθιστώ κάτι μεγάλο
- προάγω, εξαίρω, εκθειάζω, ανυψώνω
- παθητικό: αυξάνομαι, δυναμώνω, γίνομαι μεγαλύτερος , ισχυροποιούμαι, σηκώνομαι, ψηλώνω
- και με προληπτικό κατηγορούμενο: Φίλιππος ηὐξήθη μέγας
Συγγενικά
επεξεργασία- αὔξων,ουσα, ον, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα
- ηὐξημένος,η,ον, μετοχή παθητικού παρακειμένου
- αὔξη και αὔξησις
- αὔξιμος,ος,ον
- αὐξητικός,ή,όν
- Αὐξώ, μία από τις Χάριτες ή τις Ώρες
- αὐξητέον
- αὐξομείωσις
Σύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αὐξάνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐξάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ 1,0 1,1 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.