Δείτε επίσης: ηυξημένος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ηὐξημένος ηὐξημένη τὸ ηὐξημένον
      γενική τοῦ ηὐξημένου τῆς ηὐξημένης τοῦ ηὐξημένου
      δοτική τῷ ηὐξημέν τῇ ηὐξημέν τῷ ηὐξημέν
    αιτιατική τὸν ηὐξημένον τὴν ηὐξημένην τὸ ηὐξημένον
     κλητική ! ηὐξημένε ηὐξημένη ηὐξημένον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ηὐξημένοι αἱ ηὐξημέναι τὰ ηὐξημέν
      γενική τῶν ηὐξημένων τῶν ηὐξημένων τῶν ηὐξημένων
      δοτική τοῖς ηὐξημένοις ταῖς ηὐξημέναις τοῖς ηὐξημένοις
    αιτιατική τοὺς ηὐξημένους τὰς ηὐξημένᾱς τὰ ηὐξημέν
     κλητική ! ηὐξημένοι ηὐξημέναι ηὐξημέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ηὐξημένω τὼ ηὐξημέν τὼ ηὐξημένω
      γεν-δοτ τοῖν ηὐξημένοιν τοῖν ηὐξημέναιν τοῖν ηὐξημένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

ηὐξημένος, -η, -ον,

Δείτε επίσης επεξεργασία