ἀπόπτωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀπόπτωσῐς | αἱ | ἀποπτώσεις | ||||
γενική | τῆς | ἀποπτώσεως | τῶν | ἀποπτώσεων | ||||
δοτική | τῇ | ἀποπτώσει | ταῖς | ἀποπτώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀπόπτωσῐν | τὰς | ἀποπτώσεις | ||||
κλητική ὦ! | ἀπόπτωσῐ | ἀποπτώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀποπτώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀποπτωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀπόπτωσις < ἀπό- + αρχαία ελληνική πτῶσις < πίπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀπόπτωσις θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- ἀπόπτωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.