ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐξέλκωσῐς αἱ ἐξελκώσεις
      γενική τῆς ἐξελκώσεως τῶν ἐξελκώσεων
      δοτική τῇ ἐξελκώσει ταῖς ἐξελκώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἐξέλκωσῐν τὰς ἐξελκώσεις
     κλητική ! ἐξέλκωσῐ ἐξελκώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐξελκώσει
γεν-δοτ τοῖν  ἐξελκωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐξέλκωσις < αρχαία ελληνική ἐξέλκω + -σις όπως σε πολλούς ιατρικούς όρους (πώρωσις, συνάρθρωσις) < ἐξ- + ἕλκω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐξέλκωσις θηλυκό