ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διόγκωσῐς αἱ διογκώσεις
      γενική τῆς διογκώσεως τῶν διογκώσεων
      δοτική τῇ διογκώσει ταῖς διογκώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διόγκωσῐν τὰς διογκώσεις
     κλητική ! διόγκωσῐ διογκώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διογκώσει
γεν-δοτ τοῖν  διογκωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διόγκωσις (ελληνιστική κοινή) < διογκόω / διογκῶ <δι- (δια-) + αρχαία ελληνική ὀγκόω) + -σις → δείτε και τον αρχαίο παθητικό τύπο διογκέομαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διόγκωσις, -εως θηλυκό