διογκώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιογκώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διογκώνω
- θα διογκώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διογκώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδιογκώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διόγκωση