Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

διογκώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διογκώνω
  2. θα διογκώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διογκώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

διογκώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διόγκωση