ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάθρυψῐς αἱ διαθρύψεις
      γενική τῆς διαθρύψεως τῶν διαθρύψεων
      δοτική τῇ διαθρύψει ταῖς διαθρύψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάθρυψῐν τὰς διαθρύψεις
     κλητική ! διάθρυψῐ διαθρύψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαθρύψει
γεν-δοτ τοῖν  διαθρυψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διάθρυψις < διαθρύπτω + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάθρυψις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. κατακερματισμός
  2. απαλότητα
  3. στοργή