ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀντίπολῐς αἱ Ἀντιπόλεις
      γενική τῆς Ἀντιπόλεως τῶν Ἀντιπόλεων
      δοτική τῇ Ἀντιπόλει ταῖς Ἀντιπόλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Ἀντίπολῐν τὰς Ἀντιπόλεις
     κλητική ! Ἀντίπολῐ Ἀντιπόλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀντιπόλει
γεν-δοτ τοῖν  Ἀντιπολέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀντίπολις < ἀντί- + -πολις

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀντίπολις θηλυκό

  1. πόλη στις ακτές της Μεσογείου, η σημερινή Αντίμπ της Γαλλίας
  2. γυναικείο όνομα