ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάβρωσῐς αἱ διαβρώσεις
      γενική τῆς διαβρώσεως τῶν διαβρώσεων
      δοτική τῇ διαβρώσει ταῖς διαβρώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάβρωσῐν τὰς διαβρώσεις
     κλητική ! διάβρωσῐ διαβρώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαβρώσει
γεν-δοτ τοῖν  διαβρωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διάβρωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διαβιβρώσκω, δια- + βρω- (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷerh₃-) + -σις → δείτε και τη λέξη βρῶσις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: διάβρωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάβρωσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διαβιβρώσκω και βιβρώσκω