διαβρώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαβρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαβρώνω
- θα διαβρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαβρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδιαβρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διάβρωση