Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαφώτισῐς αἱ διαφωτίσεις
      γενική τῆς διαφωτίσεως τῶν διαφωτίσεων
      δοτική τῇ διαφωτίσει ταῖς διαφωτίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διαφώτισῐν τὰς διαφωτίσεις
     κλητική ! διαφώτισῐ διαφωτίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαφωτίσει
γεν-δοτ τοῖν  διαφωτισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαφώτισις < διαφωτί(ζω) + -σις < → δείτε  αρχαία ελληνική φωτίζω, φῶς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαφώτισις, -εως θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία