διαφώτισις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διαφώτισῐς | αἱ | διαφωτίσεις | ||||
γενική | τῆς | διαφωτίσεως | τῶν | διαφωτίσεων | ||||
δοτική | τῇ | διαφωτίσει | ταῖς | διαφωτίσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διαφώτισῐν | τὰς | διαφωτίσεις | ||||
κλητική ὦ! | διαφώτισῐ | διαφωτίσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαφωτίσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διαφωτισέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαφώτισις < διαφωτί(ζω) + -σις < → δείτε αρχαία ελληνική φωτίζω, φῶς
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαφώτισις, -εως θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) καθαρή εξήγηση, ξεκαθάρισμα
Πηγές επεξεργασία
- διαφώτισις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.