ἔκθλιψις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἔκθλιψῐς | αἱ | ἐκθλίψεις |
γενική | τῆς | ἐκθλίψεως | τῶν | ἐκθλίψεων |
δοτική | τῇ | ἐκθλίψει | ταῖς | ἐκθλίψεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ἔκθλιψῐν | τὰς | ἐκθλίψεις |
κλητική ὦ! | ἔκθλιψῐ | ἐκθλίψεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐκθλίψει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐκθλιψέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἔκθλιψις θηλυκό
- έκθλιψη, πίεση για να βγει ο χυμός
- (ελληνιστική σημασία , γραμματική) η έκθλιψη
Πηγές
επεξεργασία
- ἔκθλιψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.