ἀντιποίησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀντιποίησῐς | αἱ | ἀντιποιήσεις | ||||
γενική | τῆς | ἀντιποιήσεως | τῶν | ἀντιποιήσεων | ||||
δοτική | τῇ | ἀντιποιήσει | ταῖς | ἀντιποιήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀντιποίησῐν | τὰς | ἀντιποιήσεις | ||||
κλητική ὦ! | ἀντιποίησῐ | ἀντιποιήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀντιποιήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀντιποιησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀντιποίησις < ἀντι(ποιέω) + -ποίησις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: αντιποίηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀντιποίησις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ἀντιποίησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.