ἀντίληξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀντίληξῐς | αἱ | ἀντιλήξεις | ||||
γενική | τῆς | ἀντιλήξεως | τῶν | ἀντιλήξεων | ||||
δοτική | τῇ | ἀντιλήξει | ταῖς | ἀντιλήξεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀντίληξῐν | τὰς | ἀντιλήξεις | ||||
κλητική ὦ! | ἀντίληξῐ | ἀντιλήξεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀντιλήξει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀντιληξέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀντίληξις < ἀντιλαγχάνω, ἀντί- (λαγχάνω) ληχ- + -σις > -ξις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀντίληξις θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή, νομικός όρος) έφεση, προκειμένου να επιτευχθεί αναθεώρηση μιας δίκης, αίτηση για νέα διαιτησία
Πηγές
επεξεργασία- ἀντίληξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀντίληξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.