ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀντίληξῐς αἱ ἀντιλήξεις
      γενική τῆς ἀντιλήξεως τῶν ἀντιλήξεων
      δοτική τῇ ἀντιλήξει ταῖς ἀντιλήξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀντίληξῐν τὰς ἀντιλήξεις
     κλητική ! ἀντίληξῐ ἀντιλήξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀντιλήξει
γεν-δοτ τοῖν  ἀντιληξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀντίληξις < ἀντιλαγχάνω, ἀντί- (λαγχάνω) ληχ- + -σις > -ξις

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀντίληξις θηλυκό