Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κατανᾱλωσι- κατανᾱλωσε-
ονομαστική κατανάλωσῐς αἱ καταναλώσεις
      γενική τῆς καταναλώσεως τῶν καταναλώσεων
      δοτική τῇ καταναλώσει ταῖς καταναλώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατανάλωσῐν τὰς καταναλώσεις
     κλητική ! κατανάλωσῐ καταναλώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταναλώσει
γεν-δοτ τοῖν  καταναλωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατανάλωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταναλίσκω, καταναλω- + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατανάλωσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία