κατάλυσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κατάλυσῐς | αἱ | καταλύσεις |
γενική | τῆς | καταλύσεως | τῶν | καταλύσεων |
δοτική | τῇ | καταλύσει | ταῖς | καταλύσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κατάλυσῐν | τὰς | καταλύσεις |
κλητική ὦ! | κατάλυσῐ | καταλύσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταλύσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καταλυσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατάλυσις < καταλύ(ω) + -σις < κατά + αρχαία ελληνική λύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατάλυσις, -εως θηλυκό
- ανατροπή, διάλυση
- κατάργηση
- τέλος
- τέλος πολέμου
- τέρμα
- συνώνυμο του κατάλυμα: μέρος ανάπαυσης, κατοικία
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις καταλύω, λύσις και λύω
Πηγές
επεξεργασία- κατάλυσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατάλυσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.