ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κάλυψῐς αἱ καλύψεις
      γενική τῆς καλύψεως τῶν καλύψεων
      δοτική τῇ καλύψει ταῖς καλύψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κάλυψῐν τὰς καλύψεις
     κλητική ! κάλυψῐ καλύψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καλύψει
γεν-δοτ τοῖν  καλυψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάλυψις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καλύπτω, καλυπ- + -σις > -ψις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κάλυψη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάλυψις, -εως θηλυκό