κάλυψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κάλυψῐς | αἱ | καλύψεις | ||||
γενική | τῆς | καλύψεως | τῶν | καλύψεων | ||||
δοτική | τῇ | καλύψει | ταῖς | καλύψεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κάλυψῐν | τὰς | καλύψεις | ||||
κλητική ὦ! | κάλυψῐ | καλύψεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλύψει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καλυψέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάλυψις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καλύπτω, καλυπ- + -σις > -ψις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: κάλυψη
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάλυψις, -εως θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- κάλυψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.