καλύψεις
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
καλύψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καλύπτω
- θα καλύψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καλύπτω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
καλύψεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κάλυψη