δήμευσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δήμευσῐς | αἱ | δημεύσεις |
γενική | τῆς | δημεύσεως | τῶν | δημεύσεων |
δοτική | τῇ | δημεύσει | ταῖς | δημεύσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | δήμευσῐν | τὰς | δημεύσεις |
κλητική ὦ! | δήμευσῐ | δημεύσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δημεύσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δημευσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδήμευσις, -εως θηλυκό
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δήμευσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δήμευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.