↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δήμευσῐς αἱ δημεύσεις
      γενική τῆς δημεύσεως τῶν δημεύσεων
      δοτική τῇ δημεύσει ταῖς δημεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν δήμευσῐν τὰς δημεύσεις
     κλητική ! δήμευσῐ δημεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δημεύσει
γεν-δοτ τοῖν  δημευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δήμευσις < δημεύ(ω) + -σις < δῆμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δήμευσις, -εως θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία