Δείτε επίσης: καταβίβαση
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταβίβασῐς αἱ καταβιβάσεις
      γενική τῆς καταβιβάσεως τῶν καταβιβάσεων
      δοτική τῇ καταβιβάσει ταῖς καταβιβάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν καταβίβασῐν τὰς καταβιβάσεις
     κλητική ! καταβίβασῐ καταβιβάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταβιβάσει
γεν-δοτ τοῖν  καταβιβασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταβίβασις < αρχαία ελληνική καταβιβάζω + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καταβίβασις θηλυκό