καταβίβασις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | καταβίβασῐς | αἱ | καταβιβάσεις | ||||
γενική | τῆς | καταβιβάσεως | τῶν | καταβιβάσεων | ||||
δοτική | τῇ | καταβιβάσει | ταῖς | καταβιβάσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | καταβίβασῐν | τὰς | καταβιβάσεις | ||||
κλητική ὦ! | καταβίβασῐ | καταβιβάσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταβιβάσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καταβιβασέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταβίβασις < αρχαία ελληνική καταβιβάζω + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταβίβασις θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή , γραμματική) άλλη μορφή του καταβιβασμός: μετακίνηση του τόνου προς την συλλαβή που βρίσκεται δεξιά
Πηγές
επεξεργασία- καταβίβασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.