↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατάκλισῐς αἱ κατακλίσεις
      γενική τῆς κατακλίσεως τῶν κατακλίσεων
      δοτική τῇ κατακλίσει ταῖς κατακλίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατάκλισῐν τὰς κατακλίσεις
     κλητική ! κατάκλισῐ κατακλίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κατακλίσει
γεν-δοτ τοῖν  κατακλισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάκλισις < κατακλίνω, κατακλι- + -σις < κατά + αρχαία ελληνική κλίνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατάκλισις, -εως θηλυκό

  1. το να κάνω κάποιον να καθίσει, να κατακλιθεί
  2. το να κάθομαι
    1. σε κρεβάτι
    2. σε τραπέζι (όπως για δείπνο)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κλάσις και κλάω

Δείτε επίσης

επεξεργασία