↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατάκλασῐς αἱ κατακλάσεις
      γενική τῆς κατακλάσεως τῶν κατακλάσεων
      δοτική τῇ κατακλάσει ταῖς κατακλάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατάκλασῐν τὰς κατακλάσεις
     κλητική ! κατάκλασῐ κατακλάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κατακλάσει
γεν-δοτ τοῖν  κατακλασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάκλασις < κατακλά(ω) + -σις < κατά + αρχαία ελληνική κλάω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατάκλασις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κλάσις και κλάω

Δείτε επίσης

επεξεργασία