καρκίνωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | καρκίνωσῐς | αἱ | καρκινώσεις | ||||
γενική | τῆς | καρκινώσεως | τῶν | καρκινώσεων | ||||
δοτική | τῇ | καρκινώσει | ταῖς | καρκινώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | καρκίνωσῐν | τὰς | καρκινώσεις | ||||
κλητική ὦ! | καρκίνωσῐ | καρκινώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καρκινώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καρκινωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καρκίνωσις (ελληνιστική κοινή) < καρκινόω / καρκινῶ + -σις < αρχαία ελληνική καρκίνος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρκίνωσις θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) καρκίνωση, ανάπτυξη καρκινώματος
Πηγές
επεξεργασία- καρκίνωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.