ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὔθυνσῐς αἱ εὐθύνσεις
      γενική τῆς εὐθύνσεως τῶν εὐθύνσεων
      δοτική τῇ εὐθύνσει ταῖς εὐθύνσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν εὔθυνσῐν τὰς εὐθύνσεις
     κλητική ! εὔθυνσῐ εὐθύνσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐθύνσει
γεν-δοτ τοῖν  εὐθυνσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὔθυνσις < εὐθύνω + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εὔθυνσις θηλυκό