Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δίπλωσῐς αἱ διπλώσεις
      γενική τῆς διπλώσεως τῶν διπλώσεων
      δοτική τῇ διπλώσει ταῖς διπλώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν δίπλωσῐν τὰς διπλώσεις
     κλητική ! δίπλωσῐ διπλώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διπλώσει
γεν-δοτ τοῖν  διπλωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίπλωσις < διπλόω / διπλῶ + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δίπλωσις, -εως θηλυκό

  1. (γραμματική) η σύνθεση των λέξεων
  2. (ελληνιστική σημασία) η δίπλωση

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη διηγέομαι

  Πηγές επεξεργασία