↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διόρθωσῐς αἱ διορθώσεις
      γενική τῆς διορθώσεως τῶν διορθώσεων
      δοτική τῇ διορθώσει ταῖς διορθώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διόρθωσῐν τὰς διορθώσεις
     κλητική ! διόρθωσῐ διορθώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διορθώσει
γεν-δοτ τοῖν  διορθωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διόρθωσις < διορθόω / διορθῶ < δι- (δια-) + οἰκέω, διοικη- + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διόρθωσις, -εως θηλυκό

  1. η όρθια τοποθέτηση (και με ιατρική σημασία)
  2. διόρθωση, αποκατάσταση, επανόρθωση

Συγγενικά

επεξεργασία