διόρθωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διόρθωμα < αρχαία ελληνική διόρθωμα < διορθόω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιόρθωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διορθώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διόρθωμα
|