Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διορθωτής οι διορθωτές
      γενική του διορθωτή των διορθωτών
    αιτιατική τον διορθωτή τους διορθωτές
     κλητική διορθωτή διορθωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διορθωτής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διορθωτής αρσενικό (θηλυκό: διορθώτρια)

  1. κάποιος που διορθώνει κάτι
  2. (ειδικότερα, επάγγελμα) το άτομο που ασχολείται με την ορθογραφική και συντακτική διόρθωση δοκιμίων πριν την εκτύπωση

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία