διορθωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διορθωτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιορθωτής αρσενικό (θηλυκό: διορθώτρια)
- κάποιος που διορθώνει κάτι
- (ειδικότερα, επάγγελμα) το άτομο που ασχολείται με την ορθογραφική και συντακτική διόρθωση δοκιμίων πριν την εκτύπωση
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διορθωτής