Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διορθώτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
διορθώτρι
α
οι
διορθώτρι
ες
γενική
της
διορθώτρι
ας
των
διορθωτρι
ών
αιτιατική
τη
διορθώτρι
α
τις
διορθώτρι
ες
κλητική
διορθώτρι
α
διορθώτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διορθώτρια
<
διορθωτής
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διορθώτρια
θηλυκό
(
επάγγελμα
) →
δείτε
τη λέξη
διορθωτής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διορθώτρια
γαλλικά
:
correctrice
(fr)