ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀπόρραξῐς αἱ ἀπορράξεις
      γενική τῆς ἀπορράξεως τῶν ἀπορράξεων
      δοτική τῇ ἀπορράξει ταῖς ἀπορράξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀπόρραξῐν τὰς ἀπορράξεις
     κλητική ! ἀπόρραξῐ ἀπορράξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀπορράξει
γεν-δοτ τοῖν  ἀπορραξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπόρραξις < ἀπορράσσω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀπόρραξις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • (σε λεξικό) είδος παιχνιδιού με μπάλα[1]
    ※  12ος αιώνας - Ευστάθιος Θεσσαλονίκης Παρεκβολαί εὶς τὴν Ὁμήρου Ὀδύσσειαν, (Commentarii ad Homeri Odysseam i), @catholiclibrary.org/
    Ὅτι δὲ ἡ ῥηθεῖσα οὐρανία εἶδος ἦν τῆς διὰ σφαίρας παιδιᾶς, δηλοῖ ὁ γράψας ὅτι ταύτης ἡ μέν τις ἐλέγετο οὐρανία, ἡ δὲ, ἀπόῤῥαξις. ἡ δὲ, ἐπίσκυρος. ἡ δὲ, φαινίνδα. Οὐρανία μὲν, ἡ εἰς οὐρανὸν τῆς σφαίρας ἀναβολή. ἣν ὁ ποιητὴς ἐμφαίνειν δοκεῖ ἐν τῷ, οἵ δ' ἐπεὶ οὖν σφαῖραν καλὴν μετὰ χερσὶν ἕλοντο. πορφυρέην καὶ ἑξῆς ὡς προγέγραπται. Ἀπόῤῥαξις δὲ, ὅτ' ἂν τὴν σφαῖραν μὴ πρὸς τοῖχον ἀλλὰ πρὸς ἔδαφος σκληρῶς φασὶν ἀράττωσιν ὥστε ἀποκρουομένην ἅλλεσθαι πάλιν.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία