γλύκανσις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | γλύκανσῐς | αἱ | γλυκάνσεις |
γενική | τῆς | γλυκάνσεως | τῶν | γλυκάνσεων |
δοτική | τῇ | γλυκάνσει | ταῖς | γλυκάνσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | γλύκανσῐν | τὰς | γλυκάνσεις |
κλητική ὦ! | γλύκανσῐ | γλυκάνσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γλυκάνσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γλυκανσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλύκανσις < αρχαία ελληνική γλυκαίνω + -σις < γλυκύς
Ουσιαστικό επεξεργασία
γλύκανσις θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- γλύκανσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.