Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χοροεσπερίς (μαρτυρείται από το 1897)[1] < → δείτε τη λέξη χοροεσπερίδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χοροεσπερίς θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 1116, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου