μπαλίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαλίτσα | οι | μπαλίτσες |
γενική | της | μπαλίτσας | — | |
αιτιατική | την | μπαλίτσα | τις | μπαλίτσες |
κλητική | μπαλίτσα | μπαλίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μπαλίτσα < υποκοριστικό του μπάλα