Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πασαδόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
πασαδόρ
ος
οι
πασαδόρ
οι
γενική
του
/
της
πασαδόρ
ου
των
πασαδόρ
ων
αιτιατική
τον
/
την
πασαδόρ
ο
τους
/
τις
πασαδόρ
ους
κλητική
πασαδόρ
ε
πασαδόρ
οι
Κατηγορία
όπως «
ζωγράφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πασαδόρος
<
πάσ(α)
+
-αδόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πασαδόρος
αρσενικό ή θηλυκό
που κάνει
πάσα
, που
πασάρει
Άλλες μορφές
επεξεργασία
πασέρ
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
πασάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πασαδόρος
αγγλικά
:
setter
(en)