Ετυμολογία

επεξεργασία
πασέρ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πασέρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία