πασάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πασάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική passare < λατινική passum, σουπίνο του pando < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂-
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
πασάρω (παθητική φωνή: πασάρομαι)
- (αθλητισμός) κάνω πάσα, ρίχνω την μπάλα σε συμπαίκτη
- (λαϊκότροπο) δίνω
- (λαϊκότροπο) λέω