Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  βοηθέω, βοηθῶ   βοηθέομαι, βοηθοῦμαι 
Παρατατικός  ἐβοήθεον, ἐβοήθουν   ἐβοηθεόμην, ἐβοηθούμην 
Μέλλοντας  βοηθήσω   βοηθήσομαι & βοηθηθήσομαι 
Αόριστος  ἐβοήθησα   ἐβοηθησάμην & ἐβοηθήθην 
Παρακείμενος  βεβοήθηκα   βεβοήθημαι 
Υπερσυντέλικος  ἐβεβοηθήκειν   ἐβεβοηθήμην 
Συντελ.Μέλλ.  βεβοηθηκώς ἔσομαι   βεβοηθημένος ἔσομαι 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βοηθέω < *βοηθοέω < βοηθόος < βοή + θόος από το ρήμα θέω. Όπως στη φράση ἐπί βοήν θέω (σπεύδω να βοηθήσω σε κραυγή). Όμοιο το βοηδρομέω.

βοηθέω (συνηρμένο: βοηθῶ)

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία