βοηθόος
![]() |
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. Παρατηρήσεις: Να ελεγχθεί μήπως στην κλίση υπάρχει μόνο το βοηθός. Sarri.greek 09:01, 15 Ιουλίου 2021 (UTC) |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | βοηθόος | τὸ | βοηθόον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | βοηθόου | τοῦ | βοηθόου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | βοηθόῳ | τῷ | βοηθόῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | βοηθόον | τὸ | βοηθόον | ||
κλητική ὦ! | βοηθόε | βοηθόον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | βοηθόοι | τὰ | βοηθόᾰ | ||
γενική | τῶν | βοηθόων | τῶν | βοηθόων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | βοηθόοις | τοῖς | βοηθόοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | βοηθόους | τὰ | βοηθόᾰ | ||
κλητική ὦ! | βοηθόοι | βοηθόᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βοηθόω | τὼ | βοηθόω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βοηθόοιν | τοῖν | βοηθόοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
βοηθόος, -ος, -ον (άλλες μορφές: βοηθός στα πεζά κείμενα)
- που σπεύδει στη βοή της μάχης
- πολεμικός
- (στρατιωτικός όρος) βοηθητικός, επικουρικός
- βοηθητικός, συμμαχικός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ἀβοήθητος
- βοήθεια
- βοηθέω, -ῶ & παράγωγα
- βοηθός
- συμβοηθός
- ὑποβοηθός
- και δείτε Λέξεις με -βοηθ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
επεξεργασία
- βοηθόος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βοηθόος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- βοηθός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.