βοηδρομέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βοηδρομέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαβοηδρομέω
- τρέχω για να καλέσω βοήθεια, σπεύδω για βοήθεια ουρλιάζοντας
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἡρακλεῖδαι, 120-122
- ἐπείπερ ἔφθης πρέσβυς ὢν νεωτέρους | βοηδρομήσας τήνδ᾽ ἐπ᾽ ἐσχάραν Διός, | λέξον, τίς ὄχλον τόνδ᾽ ἀθροίζεται τύχη;
- Αφού, αν και γεροντότερος συ, επρόλαβές με | κι έτρεξες στον βωμό του Διός εδώ, γιά πες μου | τί έγινε και μαζεύτηκε τούτο το πλήθος;
- Μετάφραση (1913): Κώστας Βάρναλης @greek-language.gr
- ἐπείπερ ἔφθης πρέσβυς ὢν νεωτέρους | βοηδρομήσας τήνδ᾽ ἐπ᾽ ἐσχάραν Διός, | λέξον, τίς ὄχλον τόνδ᾽ ἀθροίζεται τύχη;
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἡρακλεῖδαι, 120-122
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βοηδρομέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βοηδρομέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.