Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βοηθό
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
voi̯ˈθo
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
βοη‐θό
ομόηχο
:
βοηθώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
βοηθό
αρσενικό
αιτιατική
ενικού
του
βοηθός