συνδρομητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
συνδρομητικός < συνδρομή + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
συνδρομητικός,ή,ό
- η υπηρεσία που παρέχεται με καταβολή συνδρομής, επιχείρηση (κυρίως τηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας) που απαιτεί καταβολή συνδρομής για παροχή υπηρεσιών
- συνδρομητικό κανάλι, συνδρομητικός σταθμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνδρομητικός
|