eventuala
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eventuala | eventualaj |
αιτιατική | eventualan | eventualajn |
eventuala (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eventuala | eventualaj |
αιτιατική | eventualan | eventualajn |
eventuala (eo)