inadmissible
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαinadmissible (en)
- μη αποδεκτός, ιδιαίτερα για στοιχεία σε μία δίκη
Αντώνυμα
επεξεργασίαΓαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαinadmissible (fr)
- απαράδεκτος, μη αποδεκτός
inadmissible (en)
inadmissible (fr)