troublesome
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | troublesome |
συγκριτικός | more troublesome |
υπερθετικός | most troublesome |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαtroublesome (en)
- ενοχλητικός, μπελαλίδικος, που προκαλεί μπελάδες, πόνο κτλ. για μεγάλο χρονικό διάστημα