παραθετικά
θετικός troublesome
συγκριτικός more troublesome
υπερθετικός most troublesome

  Ετυμολογία

επεξεργασία
troublesome < trouble + -some

  Επίθετο

επεξεργασία

troublesome (en)

  • ενοχλητικός, μπελαλίδικος, που προκαλεί μπελάδες, πόνο κτλ. για μεγάλο χρονικό διάστημα
    ⮡  troublesome children - ενοχλητικά παιδιά
    ⮡  troublesome furniture - μπελαλίδικα έπιπλα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη annoying