aggravate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαaggravate (en)
- (μεταβατικό) χειροτερεύω, επιδεινώνω, παριστάνω κάτι με πιο μελανά χρώματα, υπερβάλλω στην δυσάρεστη περιγραφή μιας κατάστασης
- ≈ συνώνυμα: worsen, exacerbate
- (μεταβατικό) θυμώνω καποιον, τον ερεθίζω, ενοχλώ, εκνευρίζω
- ≈ συνώνυμα: irritate, annoy, bother, exasperate
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαaggravate (it)
- β΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεστώτα του aggravare
- β΄ πρόσωπο πληθυντικού προστακτικής του aggravare
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαaggravate (la)