↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδονοσοκομειακός η ενδονοσοκομειακή το ενδονοσοκομειακό
      γενική του ενδονοσοκομειακού της ενδονοσοκομειακής του ενδονοσοκομειακού
    αιτιατική τον ενδονοσοκομειακό την ενδονοσοκομειακή το ενδονοσοκομειακό
     κλητική ενδονοσοκομειακέ ενδονοσοκομειακή ενδονοσοκομειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδονοσοκομειακοί οι ενδονοσοκομειακές τα ενδονοσοκομειακά
      γενική των ενδονοσοκομειακών των ενδονοσοκομειακών των ενδονοσοκομειακών
    αιτιατική τους ενδονοσοκομειακούς τις ενδονοσοκομειακές τα ενδονοσοκομειακά
     κλητική ενδονοσοκομειακοί ενδονοσοκομειακές ενδονοσοκομειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενδονοσοκομειακός < ένδον + νοσοκομειακός, λόγια λέξη για να αποδοθεί το αμερικανικό intrahospital

  Επίθετο

επεξεργασία

ενδονοσοκομειακός

  • αυτός που αφορά στον εσωτερικό χώρο ενός νοσοκομείου
η ενδονοσοκομειακή μεταφορά ενός ασθενούς από το ένα τμήμα του νοσοκομείου στο άλλο
η ενδονοσοκομειακή υγιεινή των χώρων
η ενδονοσοκομειακή λοίμωξη, δηλαδή εκείνη που προέρχεται από μικρόβια (και σπανίως ιούς) μεγάλης αντοχής, στα οποία ο ασθενής εκτίθεται κατά τη νοσηλεία του σε νοσοκομείο είτε χωρίς να χειρουργηθεί είτε μέσα στο χειρουργείο είτε εκ των υστέρων (κατά την τοποθέτηση ουρητήρων, κατά την μετάγγιση αίματος κ.λπ.)

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία